Παρασκευή 28 Δεκεμβρίου 2012

Το Κολιμπρί

Πριν πολλά-πολλά χρόνια, τότε που τα ζώα ακόμα είχαν ανθρώπου λαλιά, τα πουλιά αποφάσισαν να εκλέξουν βασιλιά.
Γιατί να έχουν βασιλιά οι άνθρωποι και τα ζώα κι εμείς όχι;
…σκέφτηκαν και συγκεντρώθηκαν σε ένα ξέφωτο για να αποφασίσουν. 
- Να διαλέξουμε τη Στρουθοκάμηλο που είναι το μεγαλύτερο πουλί!
…ακούστηκε μια φωνή.
- Μα όχι, δεν μπορεί να πετάξει.
…απάντησε κάποιο άλλο.
- Τότε τον Αετό που έχει το πιο διαπεραστικό βλέμμα!
- Οχι, είναι πολύ άσχημος.
- Τον Γύπα που έχει τα πιο δυνατά φτερά!
- Ο Γύπας είναι βρομερός, μυρίζει απαίσια.
- Το Παγόνι που είναι όμορφο!
- Τα πόδια του είναι πολύ άσχημα, το ίδιο και η φωνή του.
- Την Κουκουβάγια που βλέπει στο σκοτάδι!
- Η Κουκουβάγια είναι άχρηστη τη μέρα, δεν αντέχει το φως.
Εφτασε το βράδυ κι ακόμα δεν μπορούσαν να συμφωνήσουν. Τότε μια καρακάξα φώναξε:
Να κάνουμε διαγωνισμό! Οποιος μπορέσει να ανεβεί πάνω από τα σύννεφα, θα γίνει βασιλιάς!
-Ναι, ναι!
…τσίριξαν τα υπόλοιπα πουλιά. Δόθηκε λοιπόν το σύνθημα κι όλα μαζί ζυγιάστηκαν ψηλά στον ουρανό. Ο Γύπας πετούσε τρεις ολόκληρες μέρες χωρίς να σταματήσει. Κόντευε να φτάσει τον ήλιο. Στο τέλος της τρίτης μέρας φώναξε δυνατά:
- Πέταξα πιο ψηλά απ’ όλους, είμαι ο βασιλιάς!
“Τσίου-τσίου-τσίου”, άκουσε μια φωνούλα από πάνω του. Σήκωσε το κεφάλι του και τι να δει! Το Κολιμπρί τον είχε ξεπεράσει. Είχε γαντζωθεί χωρίς κανένας να το πάρει μυρωδιά, στο φτερό του Γύπα και δεν είχε πέσει γιατί ήταν ελαφρύ σαν πούπουλο.
- Τσίου-τσίου-τσίου! Εγώ έφτασα πιο ψηλά, είμαι ο βασιλιάς!
…τραγούδησε το Κολιμπρί.
Ο Γύπας πέταξε άλλη μια μέρα, συνεχίζοντας να ανεβαίνει προς τον ήλιο.
- Εφτασα πιο ψηλά απ’ όλους σας, είμαι ο βασιλιάς.
…φώναξε.
- «Τσίου-τσίου-τσίου! Εγώ έφτασα πιο ψηλά, εγώ είμαι ο βασιλιάς!
…τσίριξε κοροϊδευτικά το Κολιμπρί, ξεπροβάλλοντας μέσα από τα φτερά του Γύπα. Ο Γύπας συνέχισε να πετάει και την πέμπτη μέρα.
- Κανένας δεν μπορεί να ανεβεί πιο ψηλά από μένα! Είμαι ο βασιλιάς!
…φώναξε για άλλη μία φορά.
- Τσίου-τσίου-τσίου! Εγώ έφτασα πιο ψηλά, είμαι ο βασιλιάς!
…ακούστηκε και πάλι να φωνάζει το Κολιμπρί πάνω απ’ το κεφάλι του. Ο Γύπας είχε πια κουραστεί και κατέβηκε στη Γη. Ολα τα πουλιά είχαν θυμώσει. Το Κολιμπρί έπρεπε να τιμωρηθεί γιατί τα είχε κοροϊδέψει. Πέταξαν καταπάνω του, κι εκείνο μόλις πρόλαβε να κρυφτεί στη φωλιά ενός ποντικού. Πώς θα το έβγαζαν από εκεί όμως; Κάποιος έπρεπε να παραφυλάξει και να το πιάσει, μόλις θα ξεμύτιζε.
- Η Κουκουβάγια πρέπει να παραφυλάξει! Εχει τα μεγαλύτερα μάτια και βλέπει στο σκοτάδι!
…φώναξαν τα πουλιά. Έτσι, η Κουκουβάγια πήρε θέση μπροστά στην ποντικότρυπα. Ολη τη νύχτα φρουρούσε άγρυπνα τη φωλιά. Ομως γρήγορα ξημέρωσε και ο ζεστός ήλιος σκορπούσε τέτοια θαλπωρή, που η Κουκουβάγια νύσταξε και αποκοιμήθηκε.Το Κολιμπρί κρυφοκοίταξε, είδε ότι η Κουκουβάγια κοιμόταν και φρρρτ, το έσκασε. Όταν τα πουλιά έφτασαν για να τιμωρήσουν το Κολιμπρί, η ποντικότρυπα ήταν άδεια. «Τσίου-τσίου», άκουσαν από ψηλά. Σήκωσαν το κεφάλι τους και είδαν το παμπόνηρο πουλάκι καθισμένο στο ψηλότερο κλαδί. Αυτός που θύμωσε περισσότερο ήταν ο Ασπροκόρακας. Γύρισε την πλάτη του στα πουλιά και έκραξε:
- Δεν είμαστε άξιοι να εκλέξουμε βασιλιά. Γι’ αυτό κι εγώ δεν θα ξαναβγάλω λέξη από το στόμα μου.
Και από εκείνη τη μέρα, ο Ασπροκόρακας δεν ξαναμίλησε. Ακόμα και να πληγωθεί, φωνή δεν βγάζει.
Το παραμύθι “Κολιμπρί” είναι από την Μπουρκίνα Φάσο

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου